- κατατόπι
- το (Μ κατατόπι και κατατόπιον)νεοελλ.1. συν. στον πληθ.τα κατατόπιαοι λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας, οι κρυφές θέσεις μιας περιοχής («ξέρει τα κατατόπια τής παλιάς πόλης»)2. τόπος διαμονής, κρησφύγετο («πολλά κατατόπια τής κλεφτουριάς ήταν στον Παρνασσό»)3. το μέρος όπου συχνάζει ένα πρόσωπο («το κατατόπι τού Παπαδιαμάντη ήταν στη Δεξαμενή»μσν.1. οχυρός τόπος, καίρια θέση, σταθμός2. μέρος, τοποθεσία, θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ τόπον + κατάλ. -ι(ον)].
Dictionary of Greek. 2013.